Το σχισμένο πέπλο
Ήταν τότε, από καθαρή απελπισία, που άρχισα να μιλάω στο θεό: "θέλω να πεθάνω", είπα. "Δε θέλω να ζω άλλο...". Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ένιωσα ότι η προσευχή μου γινόταν εισακουστή. Ήταν σαν να είχε αφαιρεθεί ένα πέπλο ανάμεσα σε μένα και μια πηγή ειρήνης. "Τι φρικτή αμαρτία έχω διαπράξει, για να με αναγκάζεις να ζω έτσι;", έλεγα με λυγμούς. "Η μητέρα μου έφυγε μόλις γεννήθηκα, μετά με έκανες ανάπηρη, και τώρα πήρες τον πατέρα μου. Πες μου γιατί με τιμωρείς τόσο βαριά;". Η σιωπή ήταν τόσο βαθιά και ήρεμη που άκουγα το χτύπο της καρδιάς μου.
"Δε θα σ' αφήσω να πεθάνεις, θα σε κρατήσω στη ζωή". Ήταν χαμηλή, απαλή φωνή σαν την ανάσα μιας αύρας που περνούσε από πάνω μου...
"Ποιος ο λόγος να με κρατάς στη ζωή;" απόρησα. "Είμαι ένα ράκος. Πήρες τον πατέρα μου και δε μου άφησες καμμία ελπίδα, τίποτα που να αξίζει να ζω".
Η φωνή ήρθε και πάλι, ζωηρή και χαμηλόφωνη: "Ποιος έδωσε μάτια στους τυφλούς, και ποιος έκανε καλά τους αρρώστους, και ποιος γιάτρεψε τους λεπρούς και ποιος ανάστησε τους νεκρούς; Είμαι ο Ιησούς, ο υιός της Μαρίας. Διάβασε για μένα στο Κοράνι, στη Σούρα Μαριάμ"...
Δεν ξέρω πόσο διήρκησε αυτός ο διάλογος. Πέντε λεπτά; Μισή ώρα; Ξαφνικά ακούστηκε το κάλεσμα για την πρωινή προσευχή από το τζαμί και άνοιξα τα μάτια μου. Αργότερα σχεδόν έπεισα τον εαυτό μου ότι είχα ονειρευτεί... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)