Ἄναρχον καί μή περατόν
Κατά τόν Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ λαϊκός ἄνθρωπος, πού ἀποφασίζει νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος, μπορεῖ νά συμβάλει ἀποφασιστικά, -μέ τά γραπτά ἀλλά καί τό προσωπικόν, συνάμα δέ καί ἐκκλησιαστικόν του ἦθος καί παράδειγμα, ἀκολουθῶντας κι ἐφαρμόζοντας, τό κατά δύναμιν, τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ-, εἰς τόν ἐξαγιασμόν τῆς κάθε στιγμῆς τοῦ βίου τοῦ ὁποίου μετέχει, κι ὅταν λέμε ἐξαγιασμόν ἐννοοῦμε, σέ πρώτη τοὐλάχιστον φάση, τήν ἀποκατάσταση τῆς ἁρμονίας τοῦ κατά φύσιν, στόν μικρό ἔστω οἰκογενειακό, κοινωνικό ἤ ἐπαγγελματικό κύκλο του. Κι ὅλα αὐτά πρίν κἄν ἀρχίσει νά σκέπτεται τό «ὑπέρ φύσιν καί λόγον», πού ἀποτελεῖ ὑψηλότερη βαθμίδα συνειδητότητος καί ὑπάρξεως! Ἄλλωστε, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀποφασίζει νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο αὐτό, δέν τό κάνει γιά νά ἀποκομίσει ἀξιώματα, ἤ κατάταξη στίς βαθμῖδες κάποιου ἁγιολογίου, τό κάνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὡς ἀνταπόκριση στήν ἐσώτερη ἀνάγκη του νά σώσει ὅ,τι σώζεται ἀπό τόν ἑαυτό του, πού ὑπό κανονικές συνθῆκες ὁδεύει κατά κρημνοῦ, βιοτικῶς καί κυρίως πνευματικῶς. Πολύ ἀργότερα ὅμως, ὅταν ἀποκατασταθοῦν κάποιες ἰσορροπίες στή ζωή του, ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι μετά τόν ἑαυτόν του, τόν πρῶτο πλησίον του, ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού, ὅπως κι ὁ ἴδιος, ζοῦν κι ὑποφέρουν στό παρανάλωμα τοῦ πόνου τοῦ «φεῦ εἶναι», ὁπότε ἴσως καί νά εἶναι κομμάτι τῆς «ἀγαθῆς μερίδος» (Λουκ. Ι΄, 42) πού τοῦ ἀναλογεῖ, νά δοκιμάσει νά κάνει κάτι γι’ αὐτό, νά συμβάλει δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς ἁρμονίας τοῦ κατά φύσιν, τῆς πραγματικῆς δικαιοσύνης, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του καί στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, καί νά τό πράξει κατά τρόπον «ἀληθόδοξον». Εἶναι δέ «ἀληθοδοξία» τό νά φρονεῖ κάποιος τήν ἀ-λήθειαν, πού μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα αὐθεντικῶς διδάσκει στούς ἀνθρώπους, ὅπως θά δοῦμε ἐντρυφῶντας στίς σελῖδες τοῦ βιβλίου, πού παραδίδω στήν κρίση σας.